ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Garderobe
Ελληνικά : Γκαρνταρόμπα, Δωμάτιο υπηρεσίας, Ιματιοθήκη, Ιματιοφυλάκιο
Αγγλικά : Cloakroom, locker-room, Maid's room
Γαλλικά : Chambre de bonne, Vestiaire
Επιστροφή