|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Εφοδιάζω
- Αγγλικά : Cater for (to), Equip (to), Fit out (to), Grant money (to), Provide for (to), Restock (to), Supply (to)
- Γαλλικά : Doter, Équiper, Pourvoir (aux besoins de), Ravitailler, Regarnir (étagères)
- Γερμανικά : Ausrüsten, Ausstatten, Austatten, Versorgen
Επιστροφή