ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Doter
Ελληνικά : Εξοπλίζω, Εφοδιάζω, Προικοδοτώ
Αγγλικά : Endow (to), Equip with (to), Grant money (to)
Γερμανικά : Ausrüsten , Ausstatten, Jdm eine Mitgift geben
Επιστροφή