ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Ενοικιάζω
Αγγλικά : Let (to), Rent (to)
Γαλλικά : Donner en location, Louer
Γερμανικά : Mieten
Επιστροφή