ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Let (to)
Ελληνικά : Εκμισθώνω, Ενοικιάζω
Γαλλικά : Donner en location
Γερμανικά : Mieten
Επιστροφή