ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Freiwillig
Ελληνικά : Εθελοντικά, Εθελοντικός, Εκουσίως
Αγγλικά : Voluntarily, Voluntary
Γαλλικά : Bénévole (adj.), Bénévolement, Volontaire (adj)
Επιστροφή