|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Resident
- Ελληνικά : Κάτοικος, Κάτοικος (π.χ. Αθηνών), Πελάτης ξενοδοχείου (μεγάλης διαμονής)
- Γαλλικά : Domicilié, Pensionnaire à l'hôtel (à la semaine), Résident
- Γερμανικά : Bewohner(zB Athen), Hotelgast, Wohnsitz
Επιστροφή