|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Divide (to)
- Ελληνικά : Διαιρώ, Διασπώ, Κατακερματίζω, Κατανέμω, Μοιράζω, Τμηματίζω, Χωρίζω
- Γαλλικά : Diviser, Fragmenter, Partager, Scinder, Séparer
- Γερμανικά : Aufteilen, Dividieren, Teilen, Trennen, Verteilen, Zerbrechen, zerstückeln
Επιστροφή