ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Vary (to)
Ελληνικά : Διαφοροποιώ, Κυμαίνομαι, Ποικίλλω
Γαλλικά : Diversifier, Varier
Γερμανικά : Schwanken, unterscheiden, variieren
Επιστροφή