ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Annexer (un territoire)
Ελληνικά : Προσαρτώ (περιοχή)
Αγγλικά : Annex (to) a territory
Γερμανικά : Annektieren(Gebiet)
Επιστροφή