ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Διαθέτω
Αγγλικά : Have at one's disposal, Own (to), Sell (to)
Γαλλικά : Disposer de, Écouler (un stock), Être à la tête de (posséder)
Γερμανικά : Gewähren, verfügen
Επιστροφή