ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Disposer de
Ελληνικά : Διαθέτω
Αγγλικά : Have at one's disposal
Γερμανικά : verfügen
Επιστροφή