ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Flüchtig
Ελληνικά : Φευγαλέος
Αγγλικά :
Γαλλικά : Fugitif (adj) (n)
Επιστροφή