ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Discriminating
Ελληνικά : Που ενέχει διακρίσεις
Γαλλικά : Discriminatoire
Γερμανικά : diskriminierend
Επιστροφή