ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Diplômé
Ελληνικά : Διπλωματούχος, Πτυχιούχος
Αγγλικά : Qualified
Γερμανικά : Diplomatisch, Graduierte
Επιστροφή