ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Dévier (circulation, route)
Ελληνικά : Εκτρέπω, Παρεκτρέπω
Αγγλικά : Divert (to)
Γερμανικά : Abweichen, Umleiten
Επιστροφή