|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Divert (to)
- Ελληνικά : Αποκλίνω, Διασκεδάζω, Εκτρέπω, Παρεκτρέπω, Ψυχαγωγώ
- Γαλλικά : Dévier (circulation, route), Distraire (se), Diverger, Divertir
- Γερμανικά : Abweichen, amüsieren, divergieren, erholen, Umleiten
Επιστροφή