ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Désuet/ en désuétude
Ελληνικά : Απαρχαιωμένος, Ξεπερασμένος, Πεπαλαιωμένος
Αγγλικά : Obsolete, Outdated, Outmoded
Γερμανικά : überholt, Veraltet
Επιστροφή