ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Disturbance
Ελληνικά : Ακαταστασία, Αταξία
Γαλλικά : Désordre
Γερμανικά : Störung
Επιστροφή