|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Expansion
- Ελληνικά : Διεύρυνση, Εξάπλωση, Επέκταση
- Αγγλικά : Expansion, Extension, Increase, Sprawl, Widening
- Γαλλικά : Accroissement, Élargissement, Essaimage (d'entreprise), Expansion, Prolongation de séjour, Prolongement
Επιστροφή