ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Désavantager
Ελληνικά : Αδικώ, Βλάπτω, Ζημιώνω
Αγγλικά : Disadvantage (to)
Γερμανικά : benachteiligen, Schaden
Επιστροφή