ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Désarmer
Ελληνικά : Αφοπλίζω
Αγγλικά : Disarm (to)
Γερμανικά : Entwaffen
Επιστροφή