ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Αδέκαρος (καθομ.)
Αγγλικά : Broke, Penniless
Γαλλικά : Désargenté
Γερμανικά : Pleite
Επιστροφή