ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Penniless
Ελληνικά : Αδέκαρος (καθομ.), Άφραγκος
Γαλλικά : Désargenté
Γερμανικά : Abgeprannt, Pleite
Επιστροφή