ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Désargenté
Ελληνικά : Αδέκαρος (καθομ.), Άφραγκος
Αγγλικά : Broke, Penniless
Γερμανικά : Abgebrannt, Abgeprannt, Pleite
Επιστροφή