ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Alt
Ελληνικά : Γέρος, Γριά, Παλιός
Αγγλικά : Old, Old man, Old woman (an)
Γαλλικά : Vieillard, Vieille (n), Vieux, vieille (adj)
Επιστροφή