ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Déréglementer
Ελληνικά : Απορυθμίζω
Αγγλικά : Deregulate (to)
Γερμανικά : Deregulieren
Επιστροφή