ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Depraved
Ελληνικά : Ακόλαστος, Διεστραμμένος, Εκφυλισμένος, Έκφυλος, Φαύλος
Γαλλικά : Dépravé, Vicieux(se) (personne)
Γερμανικά : Pervers, Verderbt, Verdorben, Zuegellos
Επιστροφή