ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Deprive of (to)
Ελληνικά : Αποστερώ, Στερώ
Γαλλικά : Déposséder
Γερμανικά : entziehen
Επιστροφή