|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Improve (to)
- Ελληνικά : Αναβαθμίζω, Βελτιώνω, Προοδεύω, Τελειοποιούμαι, Τελειοποιώ
- Γαλλικά : Améliorer, Perfectionner, Perfectionner (se), Progresser
- Γερμανικά : Fortschritte machen, Heraufstufen, Verbessern, Vervollkommen, Vollenden
Επιστροφή