ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Erleichtert
Ελληνικά : Άπαλλαγμένος
Αγγλικά : Rid (of)
Γαλλικά : Quitte (adj)
Επιστροφή