ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Dégénérer
Ελληνικά : Εκφυλίζομαι
Αγγλικά : Degenerate (to)
Γερμανικά : Degenerieren
Επιστροφή