ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Défricher
Ελληνικά : Αποψιλώνω, Εκχερσώνω
Αγγλικά : Clear (to)
Γερμανικά : Abholzen, räumen
Επιστροφή