|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Spoil (to)
- Ελληνικά : Αλλοιώνω, Εξευτελίζω, Κακομαθαίνω, Πραχαϊδεύω, Σπαταλώ, Χαλώ, Χάνω, Χαραμίζω
- Γαλλικά : Défigurer, Gâcher, Gâter
- Γερμανικά : Erniedrigen, Ruinieren, Verderben, Vergeuden, Verlieren, Verschwenden, Verziehen, Zerstören jemand
Επιστροφή