|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Défavorisés (les)
- Ελληνικά : Μειονεκτούντες
- Αγγλικά : The disadvantaged sections of the population, Underprivileged
- Γερμανικά : Die benachteiligten Teile der Bevölkerung, unterprivilegiert
Επιστροφή