ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
entziehen
Ελληνικά : Αποστερώ, Στερώ
Αγγλικά : Deprive of (to)
Γαλλικά : Déposséder
Επιστροφή