|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Κατοικώ
- Αγγλικά : Dwell (to), Live (to), Live in (to), People (to), Populate (to), Reside (to)
- Γαλλικά : Demeurer, Habiter, Peupler, Résider, Vivre
- Γερμανικά : Bewohnen, Leben, Wohnen
Επιστροφή