|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Κατοικία
- Αγγλικά : Dwelling, Dwelling place, House, Lodging, Place of residence, Residence, Ηousing
- Γαλλικά : Demeure, Domicile, Habitation, Logement, Logis, Maison, Résidence
- Γερμανικά : Haus, Residenz, Wohnhaus, Wohnsitz, Wohnung, Zuhause
Επιστροφή