ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Claim (to)
Ελληνικά : Αιτούμαι, Αξιώνω, Απαιτώ, Ζητώ, Ισχυρίζομαι
Γαλλικά : Demander, Prétendre
Γερμανικά : Beantragen, Behaupten, bitten, Fordern, Verlangen
Επιστροφή