ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Σαραβαλιασμένος
Αγγλικά : Crumbling, Dilapidated
Γαλλικά : Délabré
Γερμανικά : Baufällig, Verfallen
Επιστροφή