ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Commute (to)
Ελληνικά : Μετακινούμαι στη δουλειά με συγκοινωνία
Γαλλικά : Aller de son domicile à son lieu de travail
Γερμανικά : fahren zur Arbeit mit Verkehrmittel
Επιστροφή