ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Décider
Ελληνικά : Αποφασίζω
Αγγλικά : Decide (to)
Γερμανικά : Entscheiden
Επιστροφή