|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Payment
- Ελληνικά : Αμοιβή, Ανταμοιβή, Εξόφληση, Καταβολή, Καταβολή (χρηματική), Μισθός, Πληρωμή
- Γαλλικά : Déboursement, Paiement/Payement, Rémunération, Salaire, Versement
- Γερμανικά : Begleichung, Belohnen, Belohnung, Gehalt, Lohn, Zahlung, Zahlung (bar)
Επιστροφή