ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Walk
Ελληνικά : Αλέα, Βόλτα, Μονοπάτι, Μονοπάτι με δέντρα, Περίπατος
Γαλλικά : Allée (dans un parc), Promenade
Γερμανικά : Gasse, Spaziergang, Weg, Weg mit Bäumen
Επιστροφή