ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
einziehen
Ελληνικά : Εγκαθίσταμαι
Αγγλικά : Move in (to)
Γαλλικά : Emménager
Επιστροφή