ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Curer
Ελληνικά : Θεραπεύω
Αγγλικά : Cure (to)
Γερμανικά : Behandeln
Επιστροφή