ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Καλλιεργώ
Αγγλικά : Cultivate (to), Farm (to), Grow (to)
Γαλλικά : Croître, Cultiver
Γερμανικά : bebauen, Gedeihen
Επιστροφή