ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
einmauern
Ελληνικά : Εντοιχίζω
Αγγλικά : Wall up (to)
Γαλλικά : Emmurer
Επιστροφή