|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Transfer (to)
- Ελληνικά : Διώχνω, Εκποιώ, Εκτοπίζω, Μεταβιβάζω, Μεταβιβάζω (αρμοδιότητες, εξουσίες), Μεταθέτω, Μετακινώ, Μεταφέρω, Μεταφέρω (χρήματα), Στρέφω, Στρίβω
- Γαλλικά : Aliéner (droits), Décentraliser, Déplacer, Transférer, Virer
- Γερμανικά : Ausverkaufen, Transportieren, Trasferieren, übertragen, Übertragen (Geld), Verlegen, Vermitteln, Versetzen, Verziehen, wenden
Επιστροφή