ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
eingreifen
Ελληνικά : Καταπατώ εδαφική επικράτεια
Αγγλικά : Encroach on somebody's territory (to)
Γαλλικά : Empiéter sur le domaine de quelqu'un
Επιστροφή